επίβοσκον

επίβοσκον
ἐπίβοσκον, το (Α)
η ρίζα τής αγριομολόχας (την οποία έπαιρναν οι έγκυες για να κρατήσουν το παιδί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βοσκος -βοσκον (< θ. βοσκο- (βοσκός)
πρβλ. ελαφόβοσκον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίβοσκον — ἐπιβόσκομαι graze imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπιβόσκομαι graze imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”